- κολακεύσει
- κολακεύωto be a flattereraor subj act 3rd sg (epic)κολακεύωto be a flattererfut ind mid 2nd sgκολακεύωto be a flattererfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρουφίνος — I (395 408). Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας Αρκάδιου, από την Ακουιτανία της νότιας Γαλλίας. Έξυπνος και δραστήριος, αλλά χωρίς ηθικούς φραγμούς και πολύ φιλόδοξος, έγινε ύπαρχος της Ανατολής και… … Dictionary of Greek
κολακεία — η πράξη ή λόγος που αποβλέπει στο να κολακεύσει, καλόπιασμα: Με κολακείες προσπαθεί να αποχτήσει την εύνοια του διευθυντή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)